- ἀχρειῶ
- ἀχρειόωrender uselesspres subj act 1st sgἀχρειόωrender uselesspres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχρειώ — ἀχρειῶ ( όω) (AM) [αχρείος] καθιστώ κάτι άχρηστο, χωρίς αξία, το καταστρέφω μσν. εξαχρειώνω, διαφθείρω … Dictionary of Greek
ἀχρείῳ — ἀχρεῖος useless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρειώ — καταχρειῶ, όω (AM) (επιτ. τ. τού αχρειώ*) 1. καθιστώ κάτι εντελώς άχρηστο («πάσας τὰς αἰσθήσεις κατηχρείωσα», ΠΔ) 2. παθ. καταχρειοῡμαι, όομαι α) έχω εξαχρειωθεί, είμαι εξαχρειωμένος β) γίνομαι εντελώς άχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀχρειῶ… … Dictionary of Greek
непотребьныи — (66) пр. 1.Ненужный, бесполезный; непригодный: и вьсе повелѣниѥ творити. и непотрѣбьна себе гл҃ати. и бл҃гдарити б҃а. (ἀχρεῖον) Изб 1076, 107; то же ЗЦ к. XIV, 43б; и съгнивъшихъ ѹже ѹдовъ творить прилежаниѥ. многа бо ѿ нихъ ѿ телесе своѥго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αχρείωσις — ἀχρείωσις, η (Μ) [αχρειώ] το να καταστεί κάτι άχρηστο και ανίκανο … Dictionary of Greek
εξαχρειώνω — και εξαχρειώ (Μ ἐξαχρειῶ, όω) [αχρειώ] καθιστώ κάποιον αχρείο, διαφθείρω νεοελλ. εξευτελίζω … Dictionary of Greek
συναχρειώ — όω, ΜΑ αχρηστεύω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀχρειῶ «αχρηστεύω, καταστρέφω» (< ἀχρεῖος)] … Dictionary of Greek